-
1 muhabbet
στοργή, συμπάθεια, καλαμπούρι -
2 şefkati
στοργή, θαλπωρή, τρυφεράδο -
3 afekt
στοργή -
4 sentyment
στοργή -
5 tkliwość
στοργή -
6 любовь
любовь ж η αγάπη, ο έρωτας* материнская \любовь η στοργή· \любовь κ родине η αγάπη για την πατρίδα* * *жη αγάπη, ο έρωταςматери́нская любо́вь — η στοργή
любо́вь к ро́дине — η αγάπη για την πατρίδα
-
7 привязанность
ο ψυχικός δεσμός, το δέσιμο, η αφοσίωση, η στοργή, η προσκόλληση, (в ПСИХОЛОГИИ) η εξάρτηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > привязанность
-
8 влюбленность
влюб||ленностьж ἡ ἀγάπη, ἡ στοργή, ὁ Ερωτας. -
9 любовный
любовн||ыйприл1. ἐρωτικός:\любовныйый взгляд τό ἐρωτικό βλέμμα· \любовныйая связь ὁΙ ἐρωτικές σχέσεις· \любовныйая записка τό ραβασάκι·2. (внимательный, любящий) προσεκτικός, στοργικός:\любовныйое отношение к делу ἡ στοργή (или ἡ φροντίδα) γαά κάτι. -
10 любовь
любовьж ἡ ἀγάπη, ἡ στοργή / ὁ ἐρωτας, ὁ ἔρως (тк. чувственная). -
11 нежность
нежн||остьж1. (чувство) ἡ τρυφερότητα [-ης], ἡ στοργή·2. (чего-л.) ἡ λεπτότητα (запаха, вкуса) / τό εὔθραστο[ν] (хрупкость)/ ἡ ἀπαλότητα [-ης] (кожи)·3. \нежностьости мн. τά χάδια (ласки)/ τά καμώματα, τά νάζια (церемонии). -
12 обласкать
обласкатьсов περιποιούμαι, χαϊδεύω, δείχνω στοργή. -
13 привязанность
привязанностьж ἡ στοργή, ἡ ἀγάπη / ἡ ἀφοσίωση [-ις] (преданность). -
14 приголубить
приголубитьсов разг δείχνω στοργή. -
15 affection
[ə'fekʃən](liking or fondness: I have great affection for her, but she never shows any affection towards me.) στοργή- affectionately -
16 fondness
noun ((especially with for) affection; liking: her fondness for children.) στοργή,αγάπη -
17 motherliness
noun μητρική στοργή -
18 любовь
-бви, οργ. -вью θ.1. ιστοργή, αγάπη•материнская любовь μητρική στοργή•
любовь к родине αγάπη προς την πατρίδα.
2. έρωτας•жениться по -ви παντρεύομαι με έρωτα•
первая любовь η πρώτη αγάπη.
|| αρέσκεια• πόθος•любовь к искусству αγάπη προς την Τέχνη•
любовь к приключениям πόθος για περιπέτειες.
-
19 обожание
-я ουδ.λατρεία, στοργή, αγάπη τρανή. -
20 отеческий
επ.πατρικός•отеческий дом πατρικό σπίτι•
-ая забота πατρική φροντίδα•
-ая ласка πατρικό χάδι•
-ая любовь πατρική στοργή, πατρικό φίλτρο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στοργή — love fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργή — η, ΝΜΑ αγάπη αγνή, θερμή και βαθιά, αφοσίωση (α. «μητρική στοργή» β. «ἡδύ γε πατὴρ τέκνοισιν, εἰ στοργὴν ἔχοι», Φιλήμ. γ. «γονέων πρὸς ἔκγονα στοργή», Πλούτ.) αρχ. σπαν. ερωτική αγάπη, σαρκικός πόθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα στοργ τού… … Dictionary of Greek
στοργή — η βαθιά αγάπη κυρίως μεταξύ γονέων και τέκνων: Αυτό το παιδί δεν ένιωσε στοργή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοργῇ — στοργέω pres subj mp 2nd sg στοργέω pres ind mp 2nd sg στοργέω pres subj act 3rd sg στοργή love fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργῆι — στοργῇ , στοργέω pres subj mp 2nd sg στοργῇ , στοργέω pres ind mp 2nd sg στοργῇ , στοργέω pres subj act 3rd sg στοργῇ , στοργή love fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργαῖς — στοργή love fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργαί — στοργή love fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργᾶς — στοργή love fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργᾷ — στοργή love fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργήν — στοργή love fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοργικός — ή, ό / στοργικός, ή, όν, ΝΑ [στοργή] (για πρόσ.) αυτός που τρέφει στοργή, που συμπεριφέρεται με στοργή («στοργική μητέρα») νεοελλ. αυτός που γίνεται με στοργή (α. «στοργικές περιποιήσεις» β. «στοργική στάση»). επίρρ... στοργικώς και στοργικά Ν με … Dictionary of Greek